ἀεξίγυιος

ἀεξίγυιος
ἀεξί-γυιος, ον,
A strengthening the limbs,

ἄεθλα Pi.N.4.73

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αεξίγυιος — ἀεξίγυιος, ον (Α) αυτός που δυναμώνει τα γυία, τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + γυῑον] …   Dictionary of Greek

  • ἀεξιγυίων — ἀεξίγυιος strengthening the limbs masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”